ψωριώ

ψωριώ
-άω, Α
ψωριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -ιῶ, -ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρτηρίασις — ἀρτηρίασις, η (Μ) η βρογχίτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτηριώ ( άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… …   Dictionary of Greek

  • ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] …   Dictionary of Greek

  • ψωρώ — άω, Α [ψώρα] ψωριῶ*, ψωριάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”